- πατελίς
- πᾰτελίς, ίδος, ἡ, a species ofA limpet, Sch. Opp.H.1.138.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πατελίδας — πατελίς limpet fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πατελίδα — η / πατελίς, ίδος, ΝΑ πεταλίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. τού ιταλ. patella με επίθημα ίς, ίδος (βλ. πατέλλα), πρβλ. πεταλ ίδα] … Dictionary of Greek
πετηλίας — ὁ, Α είδος καβουριού με ανοιχτές χηλές. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ., κατά μία άποψη, συνδέεται με το ρ. πέτομαι «πετώ», οπότε θα είχε τη σημ. «είδος καβουριού που πετά». Κατ άλλη όμως άποψη, η λ. πετηλίας σημαίνει «μεγάλος» και συνδέεται με… … Dictionary of Greek